Перевод: со всех языков на греческий

ἐς ἅμαξαν

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • ἁμαξᾶν — ἄμαξα frame work fem gen pl (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄμαξαν — Ἄμαξα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμαξαν — ἄμαξα frame work fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμαξαν — ἄμαξα frame work fem acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLAUSTRUM — currus quatuor rotis constans, Car. du Fresne Glossar. Sic vero ab imperitis vocari, testatur Valerius Probus; Plostra legendum putavit, licet usus Plaustra obtineat. Unde lepida illa apud Sueton. fabella, c. 22. ubi, cum Vespasianus moneretura… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Gordian Knot — For other uses, see Gordian Knot (disambiguation). Alexander cuts the Gordian Knot, by Jean Simon Berthélemy (1743–1811) The Gordian Knot is a legend of Phrygian Gordium associated with Alexander the Great. It is often used as a metaphor …   Wikipedia

  • εύτροχος — εὔτροχος, ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, ον (Α) μσν. αυτός που κινείται ελεύθερα αρχ. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.) 2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος… …   Dictionary of Greek

  • λώεσσαν — ή λώλεσσαν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὴν ἅμαξαν» …   Dictionary of Greek

  • οπλέω — ὁπλέω (Α) [όπλον] (ποιητ. τ.) οπλίζω, ετοιμάζω («ἅμαξαν ὥπλεον», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • πείρινς — ινθος, ἡ, και επικ. τ. πείρινθα και πείρινθος, ὁ, Α μεγάλο πλεχτό καλάθι, τετράγωνο ή κυκλικό, πλεγμένο από κλάδους ιτιάς ή σχοίνων ή από καλάμια, το οποίο προσδενόταν πάνω σε άμαξα ή σε άρμα και χρησίμευε ως κάθισμα ή για την τοποθέτηση τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»